- φαινυλακετουρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «φαινυλακετουρικό οξύ»(βιοχ.) ακυλαμινοξύ και, συγκεκριμένα, ακυλιωμένο παράγωγο τού αμινοξέος γλυκίνη, που σχηματίζεται στον οργανισμό για να διευκολύνει την απέκκριση τής δυσδιάλυτης λιπόφιλης ένωσης φαινυλοξικό οξύ με τα ούρα, αλλ. Ν-φαινυλακετυλογλυκίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenaceturic (acid)].
Dictionary of Greek. 2013.